παρεργάτης

παρεργάτης
παρεργ-άτης [γᾰ], ου, , ([etym.] πάρεργον)
A workman in addition, κομψός γ' ὁ κῆρυξ καὶ π. λόγων, i. e. argumentative too, E.Supp.426 :—later [suff] παρεργ-είτης, ου, , assistant in a trade, POxy.1731.19 (iii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρεργάτης — workman in addition masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεργάτης — ὁ, Α αυτός που εκτός από την κύρια ασχολία του έχει και άλλη επιπρόσθετη, αυτός που ασχολείται επιπροσθέτως με κάτι ως πάρεργο («κομψός γ ὁ κήρυξ καὶ παρεργάτης λόγων», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • παρεργάτας — παρεργάτᾱς , παρεργάτης workman in addition masc acc pl παρεργάτᾱς , παρεργάτης workman in addition masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”